ολιγολογία

ολιγολογία
reticence

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολιγολογία — η το να λέει κανείς λίγα, βραχυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγόλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1759 στον Βικ. Δαμωδό] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ολιγομυθία — ὀλιγομυθία, ἡ (Α) [ολιγόμυθος] η ολιγολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”